- οπηνίκα
- ὁπηνίκα, δωρ. τ. ὁπανίκα (Α)επίρρ.1. σε όποια ή σε ποια ώρα ή ημέρα ή σε τί καιρό («ὁπηνίκα χρὴ ὁρμᾱσθαι», Θουκ.)2. όταν («ὁπηνίκα γὰρ ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατεσκεύαζε...», ΠΔ)3. με την υπόθεση ότι («ὁπηνίκα ἐφαίνετο ταῡτα πεποιηκώς», Δημ.)4. φρ. «ὁπηνίκα ἄν» — σε οποιαδήποτε ώρα ή οποιονδήποτε χρόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφορικό επίρρ. όπηνίκα έχει σχηματιστεί από το θ. *yo- τής αναφορικής αντωνυμίας ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος) και το ερωτηματικό επίρρ. πηνίκα* (βλ. λ. ηνίκα). Για τον σχηματισμό τού επιρρ. πρβλ. και ὅπως < πῶς, ὅπῃ < πῇ κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.